παραθυρόφυλλο

παραθυρόφυλλο
volet

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • παραθυρόφυλλο — το καθένα από τα εξωτερικά συνήθως ξύλινα πλαίσια με τα οποία κλείνονται τα ανοίγματα των παραθύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράθυρο + φύλλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Νικ. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • παραθυρόφυλλο — το 1. το πλαίσιο με το τζάμι του παράθυρου, αλλιώς υαλοστάσι, τζαμιλίκι: Κλείσε τα παραθυρόφυλλα, γιατί έρχεται κρύο. 2. το παντζούρι, το κανάτι, η γρίλια: Κλείσε τα παραθυρόφυλλα, να μην μπαίνει ο ήλιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλυμμα — το (AM κάλυμμα) [καλύπτω] 1. σκέπασμα («κάλυμμα κρεβατιού, επίπλου» κ.λπ.) 2. σκέπασμα τού κεφαλιού, καπέλο, σκούφος 3. καθετί που περιβάλλει ή καλύπτει κάτι σαν σκέπασμα («το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός», Κάλβ.) νεοελλ. 1. (οικον.) το απόθεμα σε… …   Dictionary of Greek

  • κανάτι — (I) το 1. μικρό πήλινο δοχείο νερού, λαγήνι, σταμνί («ένα κανάτι νερό») 2. στον πληθ. τα κανάτια χάλκινα κασσιτερωμένα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί αντί για ποτήρια ή φλιτζάνια για το πρωινό τους ρόφημα ή για το κρασί τους 3. ουροδοχείο… …   Dictionary of Greek

  • καπάντζα — η 1. παγίδα για τη σύλληψη πτηνών ή ποντικών 2. καταπακτή 3. πρόσθετο παραθυρόφυλλο με το οποίο καλύπτονται οι βιτρίνες τών καταστημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapanca] …   Dictionary of Greek

  • κλεισιάδα — και κλισιάδα, η (AM κλεισιάς και κλισιάς, άδος) [κλεισία] νεοελλ. 1. το θυρόφυλλο ή το παραθυρόφυλλο 2. είδος φράγματος τών ιχθυοτροφείων 3. ναυτ. α) θυρόπλοιο* β) ορθογώνιο κάλυμμα από σανίδες που κλείνει τη θυρίδα πλοίου, το μονόφυλλο πορτέλο… …   Dictionary of Greek

  • παντζούρι — το το ξύλινο εξωτερικό παραθυρόφυλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pancur] …   Dictionary of Greek

  • παράθυρο — το 1. το άνοιγμα στους τοίχους κτηρίου το οποίο χρησιμεύει στον φωτισμό και αερισμό τού εσωτερικού του 2. ο ανάλογος οπλισμός τού ανοίγματος αυτού, το κούφωμα 3. παραθυρόφυλλο 4. πλάγια ενέργεια, χρησιμοποίηση μη νόμιμου μέσου για την επίτευξη… …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

  • κούφωμα — το, ατος 1. κουφάλα, κοίλωμα. 2. το κενό του τοίχου που προορίζεται για πόρτα ή παράθυρο. 3. ξύλινο θυρόφυλλο ή παραθυρόφυλλο με το πλαίσιό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παντζούρι — το (λ. τουρκ.), το εξωτερικό παραθυρόφυλλο, αλλ. κανάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”